παρθένος

παρθένος
(Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο ημισφαίριό μας είναι ορατός από τον Μάρτιο έως τα μέσα Ιουλίου. Ο λαμπρότερος αστέρας είναι ο Στάχυς (μεγέθους 1,2), που, μαζί με τον Aρκτούρο (α Βοώτου) και τον Ντενέμπολα (β Λέοντα), σχηματίζει ένα ισόπλευρο τρίγωνο. Άλλοι αστέρες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο γ Παρθένου (διπλός) και ο ε Παρθένου (υπεργίγας). Κατά την αρχαιότητα, ο αστερισμός της Π. συμβόλιζε τη θεά του θερισμού και γι’ αυτό εικονιζόταν ως γυναίκα με ένα στάχυ στο χέρι. Στους αρχαίους Ρωμαίους συμβόλιζε τη θεά Δήμητρα. Ο αστερισμός της Π. περιλαμβάνει γύρω στους 100, αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό. Επίσης περιλαμβάνει πολλά εξωγαλαξιακά νεφελώματα, που μελετήθηκαν από τον X. Σέπλεϊ, καθώς και ένα από τα πυκνότερα σμήνη νεφελοειδών, που αριθμούν γύρω στα 2.500 μέλη. Παρατηρώντας αυτόν τον αστερισμό μαζί με τον αστέρα Ρήγουλο (α Λέοντα), ο Ίππαρχος κατόρθωσε να ανακαλύψει τη μετάπτωση των ισημεριών. Ο αστερισμός της Παρθένου περιλαμβάνει πάνω από 100 αστέρες ορατούς με γυμνό οφθαλμό, πολλά νεφελώματα και πυκνό σμήνος νεφελοειδών.
* * *
(I)
η, ΝΜΑ, παρθένα Ν
1. γυναίκα που διατηρεί άρρηκτο τον παρθενικό της υμένα, που δεν έχει έλθει ακόμη σε σαρκική επαφή με άνδρα
2. κόρη, κορίτσι, κοπέλα
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Παρθένος
α) προσωνυμία τής Παναγίας
β) αστρον. ζωδιακός αστερισμός, ο έκτος κατά σειράν τού ζωδιακού κύκλου και ο μεγαλύτερος του, που βρίσκεται μεταξύ τών αστερισμών τού Ζυγού, τού Βοιώτου, τής Κόμης, τής Βερενίκης, τού Λέοντος, τού Κρατήρος, τού Κόρακος, τής Ύδρας και τής Κεφαλής τού Όφεως
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «μωρά παρθένος» — άτομο που απέτυχε στους σκοπούς του, όπως οι δέκα παρθένοι τής παραβολής τού Ευαγγελίου που έμειναν έξω από τον νυμφώνα λόγω ολιγωρίας
αρχ.
1. μνηστή, αρραβωνιαστικιά
2. άγαμη γυναίκα
3. αθηναϊκό νόμισμα που έφερε την κεφαλή τής Αθηνάς
4. η κόρη τού οφθαλμού
5. ως κύριο όν. α) προσωνυμία διαφόρων θεοτήτων που διατηρούσαν την παρθενία τους, όπως τής Αθηνάς, τής Αρτέμιδος και τής Περσεφόνης
β) προσωνυμία τής Ιφιγένειας εν Ταύροις
γ) προσωνυμία διαφόρων θεοτήτων τής Ρώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και το λατ. virgo «παρθένα». Εντύπωση προκαλεί και η θεματική μορφή τής λ. σε -ος για ένα όνομα θηλυκού γένους. Στην Ινδοευρωπαϊκή, εξάλλου, δεν μαρτυρείται τ. με ανάλογη σημ. Ανεξακρίβωτη παρεμένει και η θεωρία ότι πρόκειται για πελασγικό δάνειο και η σύνδεση τού τ. με τη λ. πόρτις «νεαρή κόρη».
ΠΑΡ. παρθενία, παρθενικός, παρθένιο(ν), παρθένιος, Παρθενών(ας), παρθενωπός
αρχ.
παρθενείον, παρθένειος, παρθενιανός, παρθενίας, παρθενίς, παρθενίσκη, παρθενώ, παρθενώδης
αρχ.-μσν.
παρθενεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) παρθενομήτωρ
αρχ.
παρθενοκόμος, παρθενοκτόνος, παρθενόλυτος, παρθενοπίπης, παρθενόσφαγος, παρθενοτροφώ, παρθενόχρως
αρχ.-μσν.
παρθενομάρτυς
μσν.
παρθενογενής, παρθενογέννητος, παρθενοποιός, παρθενοπρεπής, παρθενόφυτος, παρθενόφωνα
μσν.- νεοελλ.
παρθενοφθορία
νεοελλ.
παρθεναγωγείο, παρθεναγωγός, παρθενογένεση, παρθενοκαρπία, παρθενόκισσος, παρθενορραφή. (Β' συνθετικό) αειπάρθενος, απάρθενος
μ(ε)ιξοπάρθενος
αρχ.
αβροπάρθενος, αρχιπάρθενος, γλυκυπάρθενος, δυσπάρθενος, εκπάρθενος, ευπάρθενος, κακοπάρθενος, καλλιπάρθενος, μισοπάρθενος, πολυπάρθενος, συμπάρθενος, ταυροπάρθενος, τριπάρθενος, υποπάρθενος, φιλοπάρθενος, ψευδοπάρθενος
νεοελλ.
ημιπάρθενος, μητροπάρθενος].
————————
(II)
-α, -ο, θηλ. και -ος / παρθένος, -ον, ΝΜΑ, λακων. τ. παρσένος, -ον, Α [παρθένος]
1. αυτός που διατηρεί την παρθενία του
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρθένο, ο παρθενικός
2. μτφ. αγνός, άσπιλος («παρθένον ψυχὴν ἔχων», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ο παρθένος
άνδρας που δεν έχει συνουσιαστεί με γυναίκα
νεοελλ.
φρ. α) «παρθένα βλάστηση» — πυκνή και αδιάβατη βλάστηση
β) «παρθένο δάσος» — δάσος με πολύ πλούσια βλάστηση στο οποίο δεν μπορεί κανείς να εισδύσει
γ) «παρθένο έδαφος»
i) έδαφος ανεκμετάλλευτο, δηλ. χέρσο και ακαλλιέργητο επί σειρά ετών, το οποίο διατηρεί ακόμη τη γονιμότητα του
ii) μτφ. χώρος ή κατάσταση άγνωστα και ανεκμετάλλευτα
δ) «παρθένο λάδι» — αγνό λάδι από διαλεγμένες ελιές
ε) «παρθένο μαλλί» — μαλλί που χρησιμοποιείται πρώτη φορά
αρχ.
(για πηγή) καθαρός, αμόλυντος
2. φρ. «παρθένος γῆ» — το χώμα τής Σάμου για το οποίο θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παρθένος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένος — α, ο 1. ο αγνός, καθαρός, απείραχτος, άθιχτος: Εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα, που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση (Γ. Σεφέρης). 2. το θηλ., παρθένα η κόρη η αδιακόρευτη, η αχάλαστη, η αγνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παρθένω — Παρθένος masc nom/voc/acc dual Παρθένος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένω — παρθένος fem nom/voc/acc dual παρθένος fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …   Dictionary of Greek

  • ώπις — Παρθένος της ελληνικής μυθολογίας. Mαζί με την Άργη ταξίδεψαν στη Δήλο για να φέρουν τον φόρο που έταξαν στην Ειλείθυια επειδή μετρίασε τους πόνους της Λητούς στη διάρκεια της γέννας. Στο νησί τις δέχτηκαν με μεγάλες τιμές, και μάλιστα οι… …   Dictionary of Greek

  • Παρθένε — Παρθένος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρθένε — παρθένος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρθένοι — Παρθένος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”